Η μαγνητική τομογραφία είναι μια ιδιαίτερα ευαίσθητη απεικονιστική μέθοδος, με την οποία ανακτώνται ακριβείς πληροφορίες για την ανατομία και τη σύσταση κάθε περιοχής του εγκεφάλου. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε απεικονιστικό έλεγχο με μαγνητική τομογραφία, συχνά προβληματίζονται από τα αποτελέσματα, καθώς στη γνωμάτευση αναφέρεται η ύπαρξη παθολογίας χαρακτηριζόμενης με τον όρο “μη ειδικές εστίες”. Η περιγραφή μπορεί να ποικίλλει: τα ευρήματα ενδέχεται να αποδίδονται ως “ολιγάριθμες εστίες παθολογικής έντασης σήματος στην Τ2 ακολουθία”, “στικτές εστίες στη λευκή ουσία του εγκεφάλου” ή “άτυπες εστίες”. Ενίοτε, μπορεί να χρησιμοποιούνται οι όροι “εστίες γλοίωσης” ή “μονήρης εστία”.
Γράφει ο νευρολόγος Ανδρέας Π. Μούστρης
Κατηγορία: Άρθρα και εξελίξεις
Τι είναι οι Τ2 εστίες στον εγκέφαλο;
Κάθε περιοχή του εγκεφάλου χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη σύσταση και μορφολογία. Η επιφάνειά του και ορισμένες περιοχές που βρίσκονται βαθιά εντός (τα βασικά γάγγλια και οι θάλαμοι), αποτελούνται από τη λεγόμενη “φαιά ουσία”. Τα υπόλοιπα τμήματα καταλαμβάνονται από τη “λευκή ουσία”, ένα σχηματισμό με ομοιογενή σύσταση, ο οποίος αποτελείται κατά κύριο λόγο από τις αποφύσεις των νευρικών κυττάρων και το περίβλημά τους (ονομάζεται μυελίνη).
Στις τομές της μαγνητικής τομογραφίας, η σύσταση της κάθε ανατομικής δομής αντιπροσωπεύεται με συγκεκριμένο χρώμα (ονομάζεται και “σήμα”). Προκειμένου να αντληθούν επιπρόσθετες πληροφορίες, η ίδια εικόνα σε κάθε τομή λαμβάνεται με μια σειρά από διαφορετικές τεχνικές, οι οποίες ονομάζονται ακολουθίες. Οι συχνότερα χρησιμοποιούμενες ακολουθίες είναι η Τ1, η Τ2, η FLAIR (Fluid Attenuated Inversion Recovery), η DWI (Diffusion Weighted Imaging) και η SWI (Susceptibility Weighted Imaging).
Η Τ2 είναι η ακολουθία στην οποία ανευρίσκονται συχνά περιοχές μικρής διαμέτρου με διαφορετική ένταση σήματος από τους παρακείμενους ιστούς, εντοπιζόμενες κατά κύριο λόγο στη λευκή ουσία. Αυτές οι αλλοιώσεις ποικίλλουν σε διάμετρο από λίγα χιλιοστά έως 1-2 εκατοστά, έχουν λευκό χρώμα και συνιστούν αυτό που στην νευροακτινολογία αποκαλείται “εστία”. Όταν μια εστία έχει διάμετρο λίγων χιλιοστών, προσομοιάζοντας με μια “τελεία” στην εικόνα, χαρακτηρίζεται ως στικτή. Εάν σε όλες τις τομές απεικονίζεται μία και μοναδική εστία, τότε αποκαλείται “μονήρης”.
Τι σημαίνει ο όρος “εύρημα μη ειδικό”;
Ο όρος “μη ειδικός” χρησιμοποιείται ευρέως στην νευροακτινολογία αλλά και γενικότερα στην Ιατρική. Το “μη ειδικό” εργαστηριακό εύρημα ή σύμπτωμα είναι εκείνο που έχει πολλά ενδεχόμενα αίτια και επομένως δεν μπορεί να αποδοθεί με σημαντικό βαθμό βεβαιότητας σε μία συγκεκριμένη πάθηση ή νοσολογική οντότητα. Για παράδειγμα, το αίσθημα καταβολής αποτελεί ένα σύνηθες μη ειδικό σύμπτωμα, καθώς μπορεί να οφείλεται σε αναιμία, λοίμωξη, καρδιακή ανεπάρκεια, κατάθλιψη, κτλ. Κατ’ αντιστοιχία, οι ολιγάριθμες εστίες στη λευκή ουσία του εγκεφάλου αποτελούν ένα αντίστοιχο μη ειδικό εύρημα, διότι τα πιθανά αίτια ποικίλλουν.
Πού οφείλονται οι εστίες στη λευκή ουσία του εγκεφάλου;
1. Μικροαγγειοπάθεια ή μικροϊσχαιμική λευκοεγκεφαλοπάθεια
Η ομάδα αυτή συνιστά τη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων ανεύρεσης ασυμπτωματικών, μη ειδικών εστιών στη λευκή ουσία του εγκεφάλου. Πρόκειται για εξαιρετικά συνήθη κατάσταση, κατά την οποία συμβαίνουν προοδευτικές αλλαγές στα μικρά αγγεία του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα την αλλοίωση των περιοχών που αρδεύονται από αυτά. Περιγράφεται με διάφορες ονομασίες στη βιβλιογραφία: νόσος μικρών αγγείων του εγκεφάλου, μικροαγγειοπάθεια και λευκοαραίωση. Εάν οι αλλοιώσεις ειναι εκτεταμένες, αποδίδονται ενίοτε με τον όρο “μικροϊσχαιμική λευκοεγκεφαλοπάθεια”.
- Η νόσος μικρών αγγείων σχετίζεται στενά με την ηλικία: οι απεικονιστικές αλλοιώσεις είναι έκδηλες περίπου στο 20% του πληθυσμού στην ηλικία των 60, ενώ ξεπερνούν το 95% στην ηλικία των 90 ετών.
- Οι αλλοιώσεις είναι συχνότερες σε άτομα με αγγειακούς παράγοντες κινδύνου (κάπνισμα, αρτηριακή υπέρταση, παχυσαρκία, κτλ).
- Στα πρώτα στάδια της νόσου μικρών αγγείων, οι εστίες ειναι συνήθως στικτές και διάσπαρτες στην υποφλοιώδη λευκή ουσία. Με το πέρασμα πολλών ετών (συνήθως δεκαετιών) τείνουν να γίνονται μεγαλύτερες και συρρέουσες.
- Κατά κανόνα, οι μικρής έκτασης μικροϊσχαιμικές αλλοιώσεις δεν σχετίζονται με συμπτώματα. Ωστόσο, εάν με το πέρασμα των ετών οι βλάβες καταστούν εκτεταμένες, μπορεί να παραβλαφθεί η λειτουργία σημαντικού τμήματος του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα την εμφάνιση γνωστικής έκπτωσης ή αγγειακής άνοιας.
2. Ημικρανία
Η ημικρανία σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης μη ειδικών αλλοιώσεων στη λευκή ουσία του εγκεφάλου. Ο κίνδυνος φαίνεται πως είναι μεγαλύτερος σε άτομα με μεγάλη συχνότητα κρίσεων ημικρανίας. Οι αλλοιώσεις που σχετίζονται με την ημικρανία δεν συνοδεύονται από συμπτώματα και δεν έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη λειτουργία του εγκεφάλου.
3. Άλλα αίτια
Βλάβες στη λευκή ουσία μπορούν να προκληθούν από μια σωρεία παθήσεων. Επισημαίνεται ωστόσο ότι, στις περιπτώσεις αυτές, ο χαρακτήρας των σχετιζόμενων αλλοιώσεων συχνά είναι ειδικός (και όχι μη ειδικός), ενώ κατά κανόνα συνυπάρχουν νευρολογικά συμπτώματα. Οι παθολογικές οντότητες που μπορούν να οδηγήσουν σε εστίες (ή μεγαλύτερης έκτασης βλάβες) στη λευκή ουσία εκτείνονται σε μεγάλο τμήμα του νοσολογικού φάσματος της νευρολογίας. Ενδεικτικά αναφέρονται:
- Απομυελινωτικά νοσήματα
- Αγγειίτιδες, η αμυλοειδική αγγειοπάθεια και γενετικές αγγειοπάθειες (πχ η λευκοεγκεφαλοπάθεια CADASIL)
- Σαρκοείδωση
- Αυτοάνοσα νοσήματα (πχ Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος, σύνδρομο Sjogren)
- Λοιμώξεις του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (π.χ. Νευροσύφιλη, νόσος Lyme)
- Ακτινοθεραπεία (στον εγκέφαλο)
- Σύνδρομο Susac
- Γενετικές παθήσεις (Μιτοχονδριακές, Λευκοδυστροφίες)
Μη ειδικές εστίες, νόσος μικρών αγγείων και Πολλαπλή Σκλήρυνση
Παραδείγματα εστιών στη μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου. Α. Απεικονίζονται 2 μικρές μη ειδικές εστίες με λευκό χρώμα (βέλη), μία εκ των οποίων είναι στικτή, στα πλαίσια αρχόμενης νόσου μικρών αγγείων του εγκεφάλου. Β. Πολλαπλές εστίες ποικίλλου μεγέθους, μερικές εκ των οποίων συρρέουν, με εντόπιση στην περικοιλιακή και υποφλοιώδη λευκή ουσία. Πρόκειται για εκτενή νόσο των μικρών αγγείων του εγκεφάλου σε έδαφος καπνίσματος, μη καλά ρυθμιζόμενης αρτηριακής υπέρτασης και σακχαρώδους διαβήτη. Γ. Πολλαπλές εστίες στη λευκή ουσία, ορισμένες εκ των οποίων έχουν προσανατολισμό κάθετο προς το κοιλιακό σύστημα. Η απεικόνιση αυτή είναι χαρακτηριστική της Πολλαπλής Σκλήρυνσης. Πηγή: προσωπικό αρχείο dr Μούστρη.
|
Μπορεί οι εστίες να οφείλονται σε Σκλήρυνση κατά Πλάκας;
Το ερώτημα αυτό υποβάλλεται συχνά προς το νευρολόγο, ιδιαίτερα από νέα άτομα. Η Πολλαπλή Σκλήρυνση αποτελεί τη συχνότερη απομυελινωτική νόσο και προσβάλλει πολυεστιακά το κεντρικό νευρικό σύστημα. Οδηγεί στην εμφάνιση εστιών, οι οποίες με την πάροδο των ετών τείνουν να αυξάνουν σε αριθμό. Ωστόσο, για την αξιολόγηση των εστιών στη μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, συνεκτιμώνται πάντα τα ακόλουθα:
- η εντόπιση, ο αριθμός και η μορφολογία τους
- τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους σε διαφορετικές ακολουθίες της μαγνητικής τομογραφίας (π.χ. η πρόσληψη σκιαγραφικού)
- το ατομικό αναμνηστικό του ασθενούς (ηλικία, κάπνισμα, αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, κτλ)
- η παρουσία ή μη συμπτωμάτων
Οι εστίες που χαρακτηρίζουν την Πολλαπλή Σκλήρυνση έχουν κατά κανόνα αρκετά ειδικό χαρακτήρα: είναι ωοειδείς, με φορά κάθετη προς το κοιλιακό σύστημα, τείνουν να εντοπίζονται πέριξ των κοιλιών του εγκεφάλου, υποφλοιωδώς ή στη λευκή ουσία που “ακουμπά” το φλοιό, ενώ μπορεί να εμφανιστούν και στο νωτιαίο μυελό. Οι εστίες που δημιουργήθηκαν πρόσφατα, προσλαμβάνουν τη σκιαγραφική ουσία που χορηγείται ενδοφλεβίως κατά τη διενέργεια της μαγνητικής τομογραφίας.
Στα παραπάνω, θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι η διάγνωση της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας καθιστά αναγκαία την ύπαρξη νευρολογικών συμπτωμάτων. Η ανεύρεση μεμονωμένων απομυελινωτικών αλλοιώσεων στη μαγνητική τομογραφία (χωρίς συμπτώματα), χαρακτηρίζεται διαγνωστικά ως ακτινολογικά μεμονωμένο σύνδρομο.
Ο έμπειρος νευρολόγος μπορεί να διακρίνει τις μη ειδικές εστίες της αρχόμενης νόσου μικρών αγγείων από την Πολλαπλή Σκλήρυνση – ακτινολογικά μεμονωμένο σύνδρομο στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, συνεκτιμώντας όλες τις παραμέτρους από το ιστορικό, τα απεικονιστικά ευρήματα και την κλινική εξέταση. Για τις ελάχιστες περιπτώσεις που παραμένει διαγνωστική αμφιβολία, συστήνεται η διενέργεια περαιτέρω ελέγχου.