Κατάθλιψη και έλλειψη σεροτονίνης: μια θεωρία χωρίς επαρκή τεκμηρίωση

Αρχική / Άρθρα & εξελίξεις / Κατάθλιψη και έλλειψη σεροτονίνης: μια θεωρία χωρίς επαρκή τεκμηρίωση

Κατάθλιψη: σχετίζεται με χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης;

Η μείζονα κατάθλιψη είναι μια νόσος που χαρακτηρίζεται από πληθώρα συμπτωμάτων. Τυπικά, οι πάσχοντες εμφανίζουν μελαγχολικό συναίσθημα, αδυναμία να αντλήσουν ευχαρίστηση από την καθημερινότητα, διαταραχές του ύπνου και της όρεξης, άγχος, έλλειψη ενέργειας, απαισιόδοξο ή αρνητικό τρόπο σκέψης και διάφορα σωματικά συμπτώματα (ιδίως πόνο). Αποτελεί μια πολύ συχνή διαταραχή, η επίπτωση της οποίας βαίνει αυξανόμενη τις τελευταίες δεκαετίες.

Γράφει ο νευρολόγος Ανδρέας Π. Μούστρης
Κατηγορία: Άρθρα και εξελίξεις

Η αιτιολογία της κατάθλιψης είναι πολυπαραγοντική. Γενετικοί, ψυχολογικοί, βιολογικοί-ιατρικοί και κοινωνικοί παράγοντες μπορούν να αλληλεπιδράσουν, ώστε τελικά να οδηγήσουν στην -συνήθως παροδική- διαταραχή των κυκλωμάτων του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνα για τη συναισθηματική μας ομοιόσταση. Για πολλές δεκαετίες, μία από τις κυρίαρχες θεωρίες σχετικά με τις νευροβιολογικές μεταβολές που συμβαίνουν στο νευρικό σύστημα και συνδέονται με την κατάθλιψη, ήταν η “έλλειψη σεροτονίνης”. Η σεροτονίνη είναι ένα μόριο που χρησιμοποιείται από τον οργανισμό ως νευροδιαβιβαστής (ευοδώνει την επικοινωνία μεταξύ νευρικών κυττάρων).

Η θεωρία αυτή, βασίστηκε στα ακόλουθα στοιχεία:

  • Στα άτομα με κατάθλιψη, διαπιστώνονται χαμηλότερα επίπεδα του μεταβολίτη της σεροτονίνης 5-υδροξυ-ινδολο-οξεικού οξέως (5-HIAA).
  • Τα επίπεδα υποδοχέων σεροτονίνης διαφέρουν ανάμεσα στους πάσχοντες και στους υγιείς.
  • Τα επίπεδα του μεταφορέα σεροτονίνης SERT (μειώνει τα εξωκυττάρια επίπεδα σεροτονίνης) είναι υψηλότερα σε άτομα με κατάθλιψη.
  • Το άδειασμα των δεξαμενών τρυπτοφάνης επάγει κατάθλιψη (η τρυπτοφάνη είναι ένα αμινοξύ που λαμβάνουμε με τη διατροφή και μεταβολίζεται σε σεροτονίνη από τον οργανισμό).
  • Υψηλότερα επίπεδα του γονιδίου για το μόριο SERT παρατηρούνται στην κατάθλιψη.
  • Παρατηρείται αλληλεπίδραση ανάμεσα στο γονίδιο του SERT και στην έκθεση σε χρόνιο στρες σε άτομα με κατάθλιψη.

Επανεξετάζοντας συνολικά όλα τα παραπάνω δεδομένα σε μια συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας,  η ομάδα της Joanna Moncrieff στο UCL διαπίστωσε ότι τα δημοσιευμένα δεδομένα δεν είναι επαρκή προκειμένου να υποστηριχθεί η θεωρία της έλλειψης σεροτονίνης. Από τις 361 μελέτες που περιελήφθησαν στην ανασκόπηση, μόνο 17 πληρούσαν τα ποιοτικά κριτήρια για εξαγωγή αξιόπιστων επιστημονικών συμπερασμάτων, ενώ τα αποτελέσματα των 17 μελετών δεν έδειξαν συσχέτιση ανάμεσα στα επίπεδα σεροτονίνης και στην κατάθλιψη. Επισημαίνεται ότι από τη μελέτη εξαιρέθηκαν περιπτώσεις ατόμων με διπολική διαταραχή και κατάθλιψη σχετιζόμενη με οργανικά νοσήματα.

Επομένως, η θεωρία της έλλειψης σεροτονίνης ως υποκείμενης νευροβιολογικής διαταραχής στην κατάθλιψη, δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επιστημονικά.

 

Τι σημαίνει αυτό για τη θεραπεία της κατάθλιψης;

Εδώ και πολλά έτη, ένα μεγάλο μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας είχε την πεποίθηση ότι η θεωρία της ένδειας μονοαμινών (σεροτονίνης, ντοπαμίνης, νοραδρεναλίνης) είναι υπεραπλουστευμένη. Άλλωστε, η κατάθλιψη αποτελεί μια διαταραχή με πρωτεϊκά χαρακτηριστικά και σύνθετους υποκείμενους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς. Επομένως, τα αποτελέσματα της ανασκόπησης δεν ήταν ιδιαίτερα απρόσμενα.

Ωστόσο, η διαπίστωση ότι τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης δεν σχετίζονται με κατάθλιψη, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η λήψη φαρμάκων που αυξάνουν τα επίπεδα σεροτονίνης αποτελεί αποτελεσματική θεραπεία για τη νόσο (επιβεβαιωμένη σε πλήθος ποιοτικών μελετών και μετα-αναλύσεων). Αν και μοιάζει κάπως αντιφατική η πρόταση αυτή, μπορεί κανείς να αναλογιστεί το παράδειγμα της αρτηριακής υπέρτασης προκειμένου να κατανοήσει την αντιστοιχία με την κατάθλιψη:

Μια από τις θεραπείες πρώτης γραμμής για την αρτηριακή υπέρταση περιλαμβάνει τη λήψη φαρμάκων που ανήκουν στην ομάδα των αναστολέων διαύλων ασβεστίου. Πρόκειται για μόρια που εμποδίζουν την είσοδο ασβεστίου στα κύτταρα του τοιχώματος των αρτηριών. Το ασβέστιο προκαλεί σύσπαση των αρτηριών, και επομένως η παρεμπόδισή του οδηγεί σε αγγειοδιαστολή (η οποία έχει ως αποτέλεσμα την πτώση της πίεσης).  Αν εξετάσουμε τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα των υπερτασικών ατόμων, θα βρούμε ωστόσο ότι είναι πάντα φυσιολογικά (πλην σπανίων περιπτώσεων). Επομένως, όπως η υπερασβεστιαιμία δεν αποτελεί την αιτία της υπέρτασης, αλλά εμποδίζοντας τη δράση του ασβεστίου μπορούμε να μειώσουμε την πίεση, κατ’ αντιστοιχία μπορεί να ειπωθεί ότι αν και τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης δεν αποτελούν την αιτία της κατάθλιψης, αυξάνοντας τη δραστηριότητα της σεροτονίνης βελτιώνεται το συναίσθημα. Και αυτό διότι η σεροτονίνη αποτελεί σημαντικό νευροδιαβιβαστή που εμπλέκεται στα συναισθηματικά κυκλώματα του εγκεφάλου.

 

Share this